οιωνικός
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Greek Monolingual
οἰωνικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οιωνούς
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνική
η οιωνοσκοπία.