ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
-ές (ΑΜ ὁλοτελής, -ές)
πλήρης, τέλειος, εντελής.
επίρρ...
ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. νεοτελής].