ολοφλόγιστος

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

-η, -ο
ο πολύ φλογισμένος, ο γεμάτος φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + φλογίζω. Η λ., στο θηλ. ολοφλόγιστη, μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].