ομοκέλευθος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
ὁμοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέλευθος «οδός»].