ομοϊδεάτης

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ομοϊδεάτισσα
αυτός που έχει τις ίδιες πολιτικές ιδέες και φιλοσοφικές αντιλήψεις με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ιδέα. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].