οναγρίδες

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

οι
βοτ. δικότυλα φυτά της τάξης μυρτώδη τών εύκρατων και τών τροπικών χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onograceae (< ονάγρα)].