ονόμυλος

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

ὀνόμυλος, ὁ (Μ)
μύλος που λειτουργεί με την βοήθεια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + μύλος (πρβλ. ανεμόμυλος)].