ὀνόμυλος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόμυλος: ὁ, μύλος στρεφόμενος ὑπὸ ὄνου, Μιχ. Ἀτταλ. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 10.