Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ὀνόπυξος, ὁ (Α)το φυτό ονόπορδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»].