ονόσκορδον
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
ὀνόσκορδον, τὸ (Μ)
είδος σκόρδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκόρδον.
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
ὀνόσκορδον, τὸ (Μ)
είδος σκόρδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκόρδον.