ονόσκορδον

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ὀνόσκορδον, τὸ (Μ)
είδος σκόρδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκόρδον.