οργός

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

και όργος, ο έργον
γραμμή που χαράσσεται στο έδαφος κατά τις εκσκαφές ή κατά τις αγροτικές εργασίες.