έδαφος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
το (AM ἔδαφος)
1. το ανώτατο στρώμα του φλοιού της γης, η επιφάνεια της γης
2. τόπος, γη, περιοχή («προσάρτηση εδαφών»)
3. γη, χώμα (από ποιοτική άποψη) («έδαφος παχύ, εύφορο»)
4. αγρός, χωράφι, οικόπεδο («ιδιωτικά εδάφη»)
νεοελλ.
1. το μονόχρωμο ή πολύχρωμο πεδίο μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, φόντο, βάθος
2. φρ. «κερδίζω έδαφος» — αποκτώ υπεροχή ή πλεονεκτήματα
αρχ.
1. πυθμένας, βάση
2. (για σπίτι) δάπεδο
3. αρχικό κείμενο, πρωτότυπο
4. χειρόγραφο
5. εδάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεμονωμένος σχηματισμός σε -(α)φος. Συνδέεται πιθ. με τά έδος, έζομαι, ενώ η ψίλωση της λ. προήλθε από ανομοίωση προς το δασύ -φ. Το ουδ. γένος της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του έδος. Η υποτεθείσα σχέση με το ούδας δεν έχει ισχυρή βάση].