ορθόλοξος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

ὀρθόλοξος, -ον (Α)
(για επίδεσμο) ορθός και λοξός, αυτός που έχει δεθεί σταυρωτά.