λοξός

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξός Medium diacritics: λοξός Low diacritics: λοξός Capitals: ΛΟΞΟΣ
Transliteration A: loxós Transliteration B: loxos Transliteration C: loksos Beta Code: loco/s

English (LSJ)

λοξή, λοξόν,
A slanting, crosswise, Hp.Off.11; λοξή (sc. γραμμή), ἡ, a cross-line, E.Fr.382.9; λοξὰ βαίνειν, of a crab, Babr.109.1; λ. ὄφις Call.Epigr.26; ὁ λοξός κύκλος = the ecliptic, Arist.Metaph.1071a16, Cleanth.Stoic.1.112, Arat.527, Gem.5.51, Cleom.1.4, Ptol.Alm.1.8 (without κύκλος Plot.5.8.7); of the milky way, Gem.5.68; τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορά Arist.Mete.342a27; λ. δρόμος Diog.Oen.8; λ. πορείας σχῆμα Plu.Phoc.2; λοξή φάλαγξ, a phalanx of which one wing is in advance of the other, Ascl.Tact.10.1, Onos.21.8, Ael.Tact.30.3; λοξά ζῴδια, i.e. λοξῶς ἀνατέλλοντα, Heph.Astr.3.1; οἱ λοξοί μύες = the oblique abdominal muscles, Gal.2.518, al.; λοξὸς τῇ θέσει πρός τι = at an acute angle to it, Thphr.Sens.73, cf. Arist.Mu.393b15. Adv. λοξῶς, τὰ λοξὰ [ἐπιδεῖν] Hp.l.c.
2 of suspicious looks, λοξὸν ὄμμασιν βλέπειν τινά = look askance at one, Anacr.75.1; λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Sol.34; ὄμμασι λοξὰ βλέποισα Theoc.20.13; λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν A.R.4.475; οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει = Zeus has not yet turned his neck aside, i.e. withdrawn his favour, Tyrt.11.2; but αὐχένα λοξὸν ἔχει, of a slave, as type of dishonesty, Thgn.536: hence metaph., mistrustful, suspicious, in Adv. Comp. λοξότερον, ἔχειν πρός τινα Plb.4.86.8.
3 of language, indirect, ambiguous, especially of oracles, Lyc.14, 1467, Luc. Alex.10; λοξὰ ἀποκρίνασθαι Id.D Deor.16.1; ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., of Apollo, Id.JTr.28. (Cf. λέχριος.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
oblique, càd :
1 qui est de travers, incliné de gauche à droite ou incliné de droite à gauche;
2 fig. en parl. d'oracles (cf. Λοξίας) : louche, équivoque ; λοξὰ ἀποκρίνεσθαι LUC faire une réponse louche.
Étymologie: R. Λεχ, être de travers, être oblique ; cf. λέχριος, lat. luscus, limus.

German (Pape)

(vgl. luxus, luxatus), seitwärts gebogen, schief, schräg; κύκλος, der schräge Kreis, von der Ekliptik, Procl., wie πορείας σχῆμα Plut. Phoc. 2 und DS. 1.98; – λοξὸν od. λοξὰ βλέπειν, ὀπιπτεύειν, von der Seite, scheel sehen, sowohl von Neid und Argwohn, Sol. bei Plut. Sol. 16, als von verstohlenen, buhlerischen Blicken, Theocr. 20.13; Anacr. 62.2; Mus. 101 und andere Spätere; λοξότερον ἔχειν πρός τινα, mißtrauischer gegen Jem. sein. Pol. 4.86.8; λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν, Ap.Rh. 4.476. – übertragen, Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει, Zeus hat den Nacken seitwärts gebogen, seine Huld entzogen, Tyrt. 2.2; anders Theogn. 535, οὔ ποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα πέφυκεν, ἀλλ' αἰεὶ σκολιή, αὐχένα λοξὸν ἔχει, der Sklave hat immer einen krummen Nacken. – Auch von der Rede, Umschweife machend, dunkel, bes. von Orakelsprüchen, χρησμός, dem διττὸς καὶ ἀμφίβολος entsprechend, Luc. Alex. 10; μῦθος, Lycophr. 1467; λοξὰ ἀποκρινόμενος, Luc. D.D. 16.1. Vgl. σκολιός.

Russian (Dvoretsky)

λοξός:
1 косой, наклонный (γραμμαί Eur.; ἡ τῶν ἀστέρων φορά Arst.): ὁ λ. κύκλος Arst. наклонный круговой путь (солнца), т. е. эклиптика;
2 перен. косой, косящий (κόραι Anth.): λοξὰ βλέπειν Theocr. смотреть косо, т. е. враждебно;
3 запутанный, туманный (λοξὰ ἀποκρίνεσθαι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

λοξός: -ή, -όν, (ἴδε λικριφίς)· - ὡς καὶ νῦν, πλαγίως κεκαμμένος, πλάγιος, ἐλλειψοειδής, Λατιν. obliquus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· λοξὴ (ἐξυπ. γραμμή), ἐγκαρσία γραμμή, Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· λοξὰ βαίνειν, ἐπὶ τοῦ καρκίνου, Βάβρ. 109. 1· λ. ὄφις Καλλ. Ἐπιγράμμ. 25· ὁ λοξὸς κύκλος, ἡ ἐκλειπτική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 5, 3, πρβλ. Ἄρατ. 526· τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 13· λ. πορείας σχῆμα Πλουτ. Φωκ. 2· - λ. τῇ θέσει πρός τι, σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν πρός τι, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 73. 2) ἐπὶ βλεμμάτων ὑπόπτων, λοξὸν βλέπειν τινί, Λατ. Iimis oculis, Ἀνακρ. 79· λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Σόλων 26· λοξὰ βλ. Θεόκρ. 20. 13· λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 475· Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει, ὁ Ζεὺς ἔχει ἀποστρέψῃ τὸν τράχηλόν του, δηλ. ἀπέσυρε τὴν εὔνοιάν του, Τυρταῖ. 7. 2· ἀλλά, αὐχένα λοξὸν ἔχει = τῷ τοῦ Ὁρατίου stat capite obstipo, Θέογν. 536· - ἐντεῦθεν μεταφορ., δύσπιστος, ὕποπτος, λοξότερον ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 86, 8. 3) ἐπὶ γλώσσης, πλάγιος, οὐχὶ εὐθὺς καὶ σαφής, ἀμφίβολος, ἀσαφής, ἰδίως ἐπὶ χρησμῶν, Λουκ. Ἀλέξ. 10, Λυκόφρ. 14. 1467· λοξὰ ἀποκρίνασθαι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 28· - πρβλ. Λοξίας, σκολιός. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 744. - Κυρίως ποιητικόν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λοξός, -ή, -όν)
1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ.
γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.)
2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός («λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾱν», Σόλ.)
β) πονηρός, κρυφός («μού έριχνε συνέχεια λοξές ματιές»)
γ) άγριος, απειλητικός
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει λόξες, στρυφνός, ανισόρροπος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λοξόν
αμφισημία
αρχ.
1. δύσπιστος, ύποπτος
2. (για λόγο, χρησμό κ.λπ.) αμφίβολος, ασαφής («λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸς ἑκάτερον τῆς ἐρωτήσεως ἀποκρινόμενος», Λυκόφρ.)
επίρρ...
λοξώς και -ά (AM λοξῶς, Μ και λοξά)
με λοξό τρόπο, πλαγίως
νεοελλ.-μσν.
στραβά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή (ē)l-ēq- της ΙΕ ρίζας el- / elēi- / lēi «κάμπτω» και συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δηλώνουν κεκαμμένα μέρη του σώματος, όπως είναι ο αγκώνας (λιθουαν. alkune, αρχ. σλαβ. lakuti, ρωσ. lokotĭ), καθώς και με το λέχριος «κεκλιμένος». Το επίθημα -σος απαντά σε πολλά επίθ., όπως στα καμψός, ρυσός.
ΠΑΡ. (λοξεύω, λοξότης, λοξώ
αρχ.
Λοξίας, λοξικός, λοξίν, λόξις, Λοξώ, λοξώδης
νεοελλ.
λόξας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λοξοειδής
αρχ.
λοξόβαμος, λοξοβάμων, λοξοβάτης, λοξοβλεπτώ, λοξοκέλευθος, λοξοπεριπάτητος, λοξοπολώ, λοξόπορος, λοξοπορώ, λοξοτρόχις
αρχ.-μσν.
λοξόφθαλμος
μσν.
λοξοδρόμος, λοξοεργώ, λοξοκίνητος, λοξονοώ
νεοελλ.
λοξοβάλλω, λοξοβλέπω, λοξοδρομώ, λοξοδρομία, λοξοδρομικός, λοξόδρομος, λοξοδρομώ, λοξοκοιτάζω, λοξοτέμνω, λοξότμηση, λοξότμητος, λοξοτομία, λοξοτομώ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφίλοξος, αντίλοξος, ορθόλοξος, υπόλοξος].

Greek Monotonic

λοξός: -ή, -όν,
1. κεκλιμμένος, ελλειψοειδής, πλάγιος, Λατ. obliquus, σε Ευρ.· λοξὰ βαίνειν, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βάβρ.· ὁ λοξὸς κύκλος, εκλειπτική, σε Αριστ.
2. λέγεται για ύποπτα βλέμματα, λοξὸν ὁρᾶν, στραβοκοιτάζω, κοιτάζω με δυσπιστία ή υποψία, Λατ. limis oculis, σε Σόλων· λοξὰ βλ., σε Θεόκρ.· αὐχένα λοξὸν ἔχειν, έχει αποστρέψει τον λαιμό του, δηλ. απέσυρε τη εύνοιά του, σε Τυρτ.· επίσης, stare capite obstipo του Ορατίου, σε Θέογν.
3. λέγεται για τη γλώσσα, πλάγιος, αμφίβολος, ασαφής, σκοτεινός, κυρίως σχετικά με χρησμούς, σε Λουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: bent to the side, slanting, oblique, metaph. ambiguous (IA.).
Compounds: late compp., e.g. λοξο-κέλευθος with oblique paths (Nonn.), παρά-λοξος slanting, oblique (Sor.; cf. παρα-λοξαίνομαι below).
Derivatives: Λοξίας, ion. -ίης m. surn. of Apollon as prophesying god (B., Hdt., trag.), also of the ecliptic (astr.; cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 256), Λοξώ f. daughter of Boreas (Call., Nonn., EM 641, 57). - λοξικὸς κύκλος the ecliptic (astr.), λοξότης obliquity, ambiguity (Str., Plu.). - Denomin. verbs: λοξόομαι, -όω, also with ἐπι-, ὑπο-, be, make oblique, look aslant (Sophr., Hp., Herod.) with λόξωσις inclination, obliquity (of the ecliptic) (Epicur., Str.); (δια-)λοξεύω make aslant, ambiguous (Lib.) with λοξεύματα pl. obliquities (Man.); παρα-λοξαίνομαι be made obliquely (Hp.),
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: There are several adj. with comparable meaning with σο-suffix: γαυσός, καμψός, φοξός, ῥυσός etc. (Schwyzer 516, Chantraine Form. 434, Specht Ursprung 199ff.). Connection with λέχριος, and to λεκροί (s. Λοκροί) seems very probable, but as with so many of these adj. the exact formation cannot be determined; the o -vowel speaks for a nominal basis. Further connections are not very clear, e.g. the supposed relation with λέκος, λεκάνη trough, dish, Lat. lanx (mean.!). Semantically closer comes Lat. licinus upside bent; quite hypothetical the Gaul. PN Lexovii, Lixovii; from Celtic one adduces Welsh llechwedd declivity, slope. Further there are expressions for elbow, arm and other (crooked) body-parts with initial vowel, e.g. Lith. alkúne elbow, Russ. lókotь el(bow) (PSlav. *olkъt-), Arm. olok` shin-bone. - If one cuts off the k and adds (without motivation) ei (IE el-ei-, l-ei- bend) one is helpless lost "in the etymological marsh", s. WP. 1, 156ff., Pok. 307ff., W.-Hofmann s. lacertus, lanx, valgus. So nothing remotely probable.

Middle Liddell

λοξός, ή, όν
1. slanting, crosswise, aslant, Lat. obliquus, Eur.; λοξὰ βαίνειν, of a crab, Babr.; ὁ λοξὸς κύκλος the ecliptic, Arist.
2. of suspicious looks, λοξὸν ὁρᾶν to look askance, Lat. limis oculis, Solon.; λοξὰ βλ. Theocr.; αὐχένα λοξὸν ἔχειν to turn the neck aside, i. e. withdraw his favour, Tyrtae.; also = Horace's stare capite obstipo, Theogn.
3. of language, indirect, ambiguous, of oracles, Luc.

Frisk Etymology German

λοξός: {loksós}
Meaning: seitwärts gebogen, schief, schräg, übertr. zweideutig (ion. att.).
Composita: Späte Kompp., z.B. λοξοκέλευθος mit schrägen Pfaden (Nonn.), παράλοξος schief, schräg (Sor.; vgl. παραλοξαίνομαι unten).
Derivative: Ableitungen: Λοξίας, ion. -ίης m. Bein. des Apollon als weissagender Gottheit (B., Hdt., Trag. usw.), auch auf die Schiefe der Ekliptik übertragen (Astr.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 256), Λοξώ f. Tochter des Boreas (Kall., Nonn., EM 641, 57). — λοξικὸς κύκλος die Ekliptik (Astr.), λοξότης Schiefheit, Zweideutigkeit (Str., Plu. u. a.). — Denominative Verba: λοξόομαι, -όω, auch mit ἐπι-, ὑπο-, schief sein, machen, scheel ansehen (Sophr., Hp., Herod. u.a.) mit λόξωσις ‘Neigung, Schiefe (der Ekliptik)’ (Epikur., Str.u.a.); (δια-)λοξεύω schief, zweideutig machen (Lib.) mit λοξεύματα pl. Schiefheiten (Man.); παραλοξαίνομαι schief angebracht werden (Hp.),
Etymology: Es gibt mehrere sinn- od. stilverwandte Adj. mit σο-Suffix: γαυσός, καμψός, φοξός, ῥυσός usw. (Schwyzer 516, Chantraine Form. 434, Specht Ursprung 199ff.). Beziehung zu λέχριος, auch zu λεκροί (s. Λοκροί) scheint sicher od. wenigstens sehr wahrscheinlich, aber wie bei so vielen dieser Adj. läßt sich die Bildung nicht genau feststellen; der o -Vokal spricht für ein nominales Grundwort. Die weiteren Beziehungen sind im ganzen wenig greifbar, so namentlich die angebliche Verwandtschaft mit λέκος, λεκάνη Mulde, Schüssel, lat. lanx (Bed.!). Semantisch näher kommt lat. licinus aufwärts gekrümmt; ganz hypothetisch dagegen der gall. VN Lexovii, Lixovii; aus dem Keltischen wird noch herangezogen kymr. llechwedd Abhang, Neige. Es kommen hinzu Ausdrücke für Ellenbogen, Arm und andere (gekrümmte) Körperteile mit anlautendem Vokal, z.B. lit. alkúnė Ellenbogen, russ. lókotь ‘Elle(nbogen)’ (urslav. *olkъt-), arm. olok‘ Schienbein. —Bei Abtrennung von k und wahlfreier Hinzufügung von ei (idg. el-ei-, l-ei- biegen) verliert man sich rettungslos in dem etymologischen Sumpf, s. WP. 1, 156ff., Pok. 307ff., W.-Hofmann s. lacertus, lanx, valgus m. reicher Lit.
Page 2,136-137

English (Woodhouse)

oblique, transverse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)