ορμίσκος

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

(I)
ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]
1. μικρό περιδέραιο
2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι.
(II)
ο
μικρός όρμος, λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].