ορμοφύλαξ

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ὁρμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας του όρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (ΙΙ) + φύλαξ.