οροβαγχίδες

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

Greek Monolingual

οι
βοτ. οικογένεια δικότυλων αγγειόσπερμων παρασιτικών φυτών της τάξης σκροφουλαριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orobanche (< λατ. orobanche, -es < ὀροβάγχη)].