οροβαγχίδες

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

οι
βοτ. οικογένεια δικότυλων αγγειόσπερμων παρασιτικών φυτών της τάξης σκροφουλαριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orobanche (< λατ. orobanche, -es < ὀροβάγχη)].