οροβαγχίδες
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια δικότυλων αγγειόσπερμων παρασιτικών φυτών της τάξης σκροφουλαριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orobanche (< λατ. orobanche, -es < ὀροβάγχη)].