ορφανοδικασταί
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α)
δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί].