οστεοπεριοστικός

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ιατρ. αυτός που αφορά το οστό και το περιόστεο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + περιόστεον].