οστεοπεριοστικός

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ιατρ. αυτός που αφορά το οστό και το περιόστεο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + περιόστεον].