ουσιώ

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

οὐσιῶ, -όω (Α) ουσία
1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ
2. παθ. οὐσιοῦμαι, -όομαι
υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῖν δὲ καὶ δυστυχεῖν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.).