ουσία
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
η (ΑΜ οὐσία, Α ιων. τ. οὐσίη, δωρ. τ. ἐσσία και ὠσία)
1. η πραγματική υπόσταση, η σύσταση ενός πράγματος
2. (φιλοσ.) α) το είναι, η ύπαρξη
β) η σταθερότητα που ενυπάρχει στα φαινόμενα η οποία αποτελεί την ταυτότητα ενός αντικειμένου προς τον εαυτό του, παρά την πολλαπλότητα τών μορφών του με το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές που επέρχονται σε αυτό
3. φρ. «κατ' ουσίαν» — στην πραγματικότητα
νεοελλ.
1. φυσικό σώμα, ύλη («εκρηκτική ουσία»)
2. η βαθύτερη έννοια («η ουσία του ζητήματος»)
3. η σπουδαιότητα, η σοβαρότητα («λόγια χωρίς ουσία»)
4. η ιδιάζουσα ευάρεστη γεύση, η νοστιμιά
μσν.
στον πληθ. αἱ οὐσίαι
βυζαντινά βοηθητικά πλοία
μσν.-αρχ.
1. εκκλ. α) η ύπαρξη του Θεού
β) ο άρτος που απομένει μετά τη θεία ευχαριστία
2. η υλική αιτία («ἡ οὐσία αἰτία τοῦ εἶναι ἕκαστον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ό,τι ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, ιδιοκτησία, περιουσία («ἀδίκως δημεύεσθαι τὴν οὐσίαν», Λυσ.)
2. (φιλοσ.) α) η αληθινή φύση ενός πράγματος
β) η φύση, το είδος ενός πράγματος («ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον», Πλάτ.)
γ) το όντως είναι, η πραγματικότητα
3. (ως λογ. κατηγορία) πρωταρχικό στοιχείο (α. «αἱ πρῶται οὐσίαι» — τα άτομα, Αριστοτ.
β. «αἱ δεύτεραι οὐσίαι» — τα είδη και τα γένη, Αριστοτ.
γ. «ἡ μὲν ψυχὴ οὐσία ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη», Αριστοτ.)
4. (στα μαθηματικά) κάθε αφηρημένη έννοια («μονὰς οὐσία ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐσία θετός», Αριστοτ.)
5. (στους Πυθαγορείους) η μονάδα
6. (στη μαγεία) υλικό αντικείμενο μέσω του οποίου γίνεται συνάφεια μεταξύ του υπερφυσικού μέσου και του προσώπου για το οποίο ζητείται να ενεργήσει το μέσο αυτό, όπως είναι λ.χ. η τρίχα
7. είδος εμπλάστρου
8. ακαθαρσία από τάφο
9. στον πληθ. α) καθετί που ανθίσταται στη φωτιά
β) τα τέσσερα σώματα, χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος και σίδηρος
10. φρ. α) «κυνοκεφάλου οὐσία» ἡ «κυνὸς οὐσία» — η κόπρος
β) «μικραὶ οὐσίαι» — τα άτομα της θεωρίας του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὐσία είναι το μοναδικό παράγωγο του ρήματος εἰμί και σχηματίστηκε από το θηλ. οὖσα της μτχ. ὤν, ὄντος με κατάλ. -ία (πρβλ. γέρων: γερουσία). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην αττ. διάλ.].