πάνσας

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek (Liddell-Scott)

πάνσας: (= πάσας, γενικῆς πτώσεως ἑνικ. ἀριθ.) πέδα πάνσας σπουδᾶς, μετὰ πάσης σπουδῆς, Ἐπιγρ. Fαξίων Κρητῶν ἐν Τέῳ, L. et W. 65. Ἡ αὐτὴ γραφὴ καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ῥαυκίων καὶ Πολυρρηνίων, αὐτόθι 62 καὶ 63, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.