πάτερ

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

βλ. πατήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάτερ, κλητ. του πατήρ.