παιδικότητα
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
η
το χαρακτηριστικό του παιδικού, η αφέλεια, η ευπιστία και η απλοϊκότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Κ. Σ. Ξανθόπουλο].