παλαιόπολη
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
η (Α παλαιόπολις)
νεοελλ.
ως κύριο όν. τοπωνύμιο πολλών περιοχών της Ελλάδας
αρχ.
η παλαιά πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πόλις.