τοπωνύμιο

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

το, Ν
ονομασία ενός τόπου ή γεωγραφικού χώρου, όπως λ.χ. πόλης, κωμόπολης, χωριού, συνοικίας, δρόμου, πλατείας, βουνού, ποταμού ή οποιασδήποτε τοποθεσίας με μικρή ή μεγάλη έκταση, αλλ. τοπωνυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ωνύμιο (< -ώνυμος < όνομα, βλ. λ. όνομα), πρβλ. παρωνύμιο].