παλιομοδίτικος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
-η, -ο
1. αυτός που είναι σύμφωνος με παλιότερη μόδα («παλιομοδίτικα ρούχα»)
2. αυτός που είναι σύμφωνος με παλαιότερα πρότυπα («παλιομοδίτικες αντιλήψεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μόδα + κατάλ. -ίτικος].