πανθεϊστής

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

ο
οπαδός της κοσμοθεωρίας του πανθεϊσμού, αυτός που δέχεται τον πανθεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pantheiste (< παν- + θεός + -ιστής). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].