πανθεϊστής

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

ο
οπαδός της κοσμοθεωρίας του πανθεϊσμού, αυτός που δέχεται τον πανθεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pantheiste (< παν- + θεός + -ιστής). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].