παραλίγο

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

επίρρ. λίγο ακόμη και, λίγο έλειψε να, παρά τρίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρά λίγο].