παραλίγο

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

επίρρ. λίγο ακόμη και, λίγο έλειψε να, παρά τρίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρά λίγο].