παραμήριον

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek (Liddell-Scott)

παραμήριον: τό, «σπάθας τε καὶ ξίφη, ἅπερ καλεῖν εἰώθασι παραμήρια» Ἰουστινιανοῦ Νεαρ. 85. 4· καὶ ἕτερα παραμήρια, ἤτοι μαχαίρας» Λεόντ. Τακτ. 6, 2, κλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον
εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο
αρχ.
1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα»
(κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι του μηρού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια
τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μηρός + κατάλ. -ιος].