παραωριμάζω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

1. (για καρπούς) ωριμάζω περισσότερο από όσο πρέπει, με κίνδυνο να σαπίσω
2. μτφ. α) έχω περάσει την κατάλληλη για γάμο ηλικία
β) έχω γεράσει πολύ.