παραωριμάζω

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

1. (για καρπούς) ωριμάζω περισσότερο από όσο πρέπει, με κίνδυνο να σαπίσω
2. μτφ. α) έχω περάσει την κατάλληλη για γάμο ηλικία
β) έχω γεράσει πολύ.