παρελκυστικός
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
-ή, -ό
αυτός που συντελεί ή αποβλέπει στην επιβράδυνση («παρελκυστική τακτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].