πεδιάσιμος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πεδινός
2. το ουδ. ως ουσ. τo πεδιάσιμον
βιβλίο απογραφής τών αγρών, το πεδιακόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. -σιμος (πρβλ. θανάσιμος)].