περιτεχνώμαι
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
-άομαι, Α
1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι
2. μηχανώμαι, δολιεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»].