μηχανεύομαι

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνεύομαι Medium diacritics: μηχανεύομαι Low diacritics: μηχανεύομαι Capitals: ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mēchaneúomai Transliteration B: mēchaneuomai Transliteration C: michaneyomai Beta Code: mhxaneu/omai

English (LSJ)

= μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v.l. ib.3 Ma.6.22.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνεύομαι: Xen. v.l. = μηχανάω.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.