ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
περιττολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ περιττολόγος / περισσολόγοςλέω περιττά, άχρηστα λόγια.