περιττολογώ
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
Greek Monolingual
περιττολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ περιττολόγος / περισσολόγος
λέω περιττά, άχρηστα λόγια.