ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
att. c. περισσολόγος.
-ο / περισσολόγος, -ον, ΝΜΑαυτός που λέει περιττά, άχρηστα λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός / περισσός + -λόγος].