περιττολόγος

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128

French (Bailly abrégé)

att. c. περισσολόγος.

Greek Monolingual

-ο / περισσολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που λέει περιττά, άχρηστα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός / περισσός + -λόγος].