ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
περιωγή: ἡ, = περιαγωγή, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 428Α, 439Α.
ἡ, Αβλ. περιαγωγή.