περιωγή

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source

Greek (Liddell-Scott)

περιωγή: ἡ, = περιαγωγή, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 428Α, 439Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. περιαγωγή.