πεταλουδίτσα

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

η, Ν
1. μικρή πεταλούδα
2. χαριτωμένο κοριτσάκι
3. φρ. «πεταλουδίτσα της νύχτας» — νεαρή γυναίκα ελευθέριων ηθών.