πεταλουδίτσα

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μικρή πεταλούδα
2. χαριτωμένο κοριτσάκι
3. φρ. «πεταλουδίτσα της νύχτας» — νεαρή γυναίκα ελευθέριων ηθών.