πιπί

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. (στη γλώσσα τών νηπίων) το αιδοίο του βρέφους και, ιδίως, του κοριτσιού
2. συνεκδ. η ούρηση ή τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της βρεφικής ηλικίας (πρβλ. γαλλ. pipi)].