πλευροκόπηση

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

η, Ν πλευροκοπώ
στρ. η προσβολή του πλευρού του εχθρού με πυρά.