πλευροκοπώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού του εχθρού
αρχ.
χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκοπώ, σφυροκοπώ].